καταφθέγγω

καταφθέγγω
καταφθέγγω (Α)
ηχώ, αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φθέγγω «ηχώ», ο μοναδικός ενεργ. τ. στον οποίο απαντά το αποθ. φθέγγομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλάγγω — (Α) 1. κράζω 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλαγξα, κατά το σχήμα κατέφθεγξα: καταφθέγγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”